Ἐδώ, τὰ ἰδικά μου, ἀλλὰ ὄχι ἰδιωτικά

24/8/09

Ἰδιῶτες στὴν οἰκοδόμηση, ἰδιῶτες καὶ στὴν πυρόσβεση...

Θεατές.

Νὰ θυμίσουμε τὴν μικροαστικὴ αἰσθητικὴ τοῦ τσιμέντου
στὴν ὁποία ἐπιδόθηκαν οἱ νεοέλληνες μὲ θρησκευτικὴ
προσήλωση. Ἐπὶ δεκαετίες.

Μὴν ἐκπλησσόμαστε.
Τὰ δέντρα, στὴν Ἑλλάδα, εἶναι ὑπὸ διωγμὸ οὕτως ἢ ἄλλως καὶ χωρὶς πυρκαγιές.
Καὶ πάλι ὅπως τὸ 2007 ὁ μικροαστὸς θὰ ψηφίσει ἀπαλλάσσοντας τοὺς ἄρχοντες
ἀπὸ κάθε εὐθύνη.
Θὰ ἀγοράσει καὶ λίγο γκαζὸν γιὰ τὸν ἰδιωτικό κῆπό του.
Γκαζὸν πλαστικό.
Δὲν ὑπάρχει οἰκολογικὴ συνείδηση.
Μπᾶλα, κρέας καὶ τσιμέντο.
Τσιμέντο καθαρό.
Τὰ ΜΜΕ, οὔτε ἀναφορὰ στὰ ζῷα-θύματα τῶν πυρκαγιῶν.
Ἄλλωστε αὐτὰ ψοφάνε δὰν πεθαίνουν.
Ἂς μείνει βουβὴ ἡ γενιὰ τῶν 700 εὐρώ.
Ἴσως μιὰ μέρα νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ νοικοκυραίοι.
Μὲ γκαζὸν καὶ πλαστικὴ κούρσα γιὰ νὰ διαφεύγουν
γρήγορα στὸ Χωριὸ τὰ Σαββατοκύριακα.

Καὶ νὰ ψηφίζουν τοὺς ἀρχοντοχωριάτες
ποὺ ἐγγυῶνται τὴν ἰδιωτικὴ προκοπὴ ποὺ βλέπουμε γύρω μας.
Μπᾶλα, κρέας καὶ τσιμέντο.
Νισάφι!

(Ἐλπίζω ὁ συγγραφέας νὰ μοῦ συγχωρήσει τὴν ἁρπαγὴ καὶ τὴν μεταμόρφωση τῆς εἰκόνας τοῦ κειμένου. Τὄκλεψα ἀπὸ 'δώ: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1070755 . Ἂν δὲν τ'ἀρέσῃ, νὰ τὸ κατεβάσω)

14/8/09

Ἰσοκράτης: «τσακῖστε τοὺς φασίστες ὅπου τοὺς βρῇτε»

Οἱ ῥητορικοὶ λόγοι δὲν ἐνδείκνυνται μὲν γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων πολιτικῆς φιλοσοφίας· καθὼς εἶναι ἐκ φύσεως προωρισμένοι νὰ στηρίξουν μία καὶ μόνη ἄποψι σὲ μιὰ διαμάχη. Δὲν παύουν ὄμως νὰ περιέχουν ψήγματα πολιτικῆς σκέψης· καὶ δὴ ὅταν μιλᾶμε γιὰ ἕνα πραγματιστὴ δημοκράτη ὅπως ὁ Ἰσοκράτης.

Ἕνα πολὺ ἀξιόλογο τέτοιο δεῖγμα εἶναι τὸ ἀπόσπασμα ποὺ μᾶς σῴζεται ἀπὸ τὸν λόγο του «Κατὰ Λοχίτου».

Πρόκειται γιὰ δικανικὸ λόγο, δηλαδὴ γιὰ ἀγόρευση στὸ δικαστήριο. Ὁ Λοχίτης ἦταν ἕνας θερμόαιμος νεαρός ὀλιγαρχικός, τὸ ἀντίστοιχο τοῦ φασίστα ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀθῆνα. Ὄντας ἀριστοκράτης (γόνος μιᾶς ἀπὸ τὶς οἰκογένειες που εἶχαν συνεργαστεῖ μὲ τοὺς Σπαρτιᾶτες κατακτητὲς γιὰ νὰ καταλύσουν τὴν Δημοκρατία καὶ νὰ ἐγκαθιδρύσουν ὀλιγαρχικὸ πολίτευμα) γιὰ κᾄποιον - προφανῶς καὶ πολιτικό - λόγο, ἐπετέθη στὸν δημοκρατικὸ Ἰσοκράτη.

Στὸ δικαστήριο (αὐτὸ μὲ τοὺς κληρωτοὺς δικαστές - πολῖτες, μὴ ξεχνιόμαστε), κλείνοντας τὸν λόγο, δίνει τὴν πολιτικὴ διάσταση τῆς ὑπόθεσης, χρησιμοποιώντας καὶ τὴν πρόσφατη, μετὰ τὸν Πελοποννησιακὸ Πόλεμο, ἐμπειρία. Καλεῖ τοὺς δικαστὲς σὲ «'μηδενικὴ ἀνοχὴ' στοὺς ὀλιγαρχικούς, γιατὶ ὅσο παραβλέπεται ἡ ἀντιδημοκρατικὴ συμπεριφορά τους, τόσο ἐπῳάζεται 'τὸ αὐγὸ τοῦ φιδιοῦ'»:

Αὐτοὶ γὰρ ἡμεῖς δὶς ἤδη τὴν δημοκρατίαν ἐπείδομεν καταλυθεῖσαν καὶ δὶς τῆς ἐλευθερίας ἀπεστερήθημεν, οὐχ ὑπὸ τῶν ταῖς ἄλλαις πονηρίαις ἐνόχων ὄντων, ἀλλὰ διὰ τοὺς καταφρονοῦντας τῶν νόμων καὶ βουλομένους τοῖς μὲν πολεμίοις δουλεύειν, τοὺς δὲ πολίτας ὑβρίζειν. Ὧν οὗτος εἷς ὢν τυγχάνει.
Ἐπειδὴ, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, δυὸ φορὲς ἤδη είδαμε τὴν δημοκρατία να καταλύεται καὶ δυὸ φορὲς τὴ λευτεριὰ στερηθήκαμε, ὄχι ἀπ' αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἔνοχοι γιὰ ἄλλα ἐγκλήματα, παρὰ απ' αὐτοὺς ποὺ δὲ λογαριάζουν τοὺς νόμους κι ἐπιθυμοῦν νὰ συνεργάζοντια με τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ ἐπιτίθενται στοὺς πολῖτες. Ποὺ ἕνας ἀπὸ 'κείνους εἶναι κι αὐτός.

Νεοελληνικὴ δεξιά - ἀρχαῖοι Ἀθηναῖοι ὀλιγαρχικοί: τάλε κουάλε. «Ταγματασφαλῖτες» τῆς ἐποχῆς οἱ ἀριστοκρατικοί πού, προκειμένου να καταλάβουν τὴν ἀγαπημένη τους ἐξουσία δὲν δίστασαν νὰ συνεργαστοὺν μὲ τὸν ὀμοϊδεάτη κατακτητή, ἐναντίον τῶν συμπολιτῶν τους. Χίλιους πεντακόσιους ἔσφαξαν οἱ ἀριστοκρατικοὶ δοσίλογοι μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες, λέει ὁ Ἰσοκράτης:

Καὶ γὰρ εἰ τῶν τότε κατασταθέντων νεώτερός ἐστιν, ἀλλὰ τόν γε τρόπον ἔχει τὸν ἐξ ἐκείνης τῆς πολιτείας. Αὗται γὰρ αἱ φύσεις εἰσὶν αἱ παραδοῦσαι μὲν τὴν δύναμιν τὴν ἡμετέραν τοῖς πολεμίοις, κατασκάψασαι δὲ τὰ τείχη τῆς πατρίδος, πεντακοσίους δὲ καὶ χιλίους ἀκρίτους ἀποκτείνασαι τῶν πολιτῶν.

Διότι, ἂν και εἶναι πιὸ καινούργιος ἀπὸ 'κείνους ποὺ διορίστηκαν τότε, κληρονόμησε ὄμως βέβαια τὴν συμπεριφορὰ ἀπὸ 'κείνη τὴν κατάστασι. Τοῦτες 'δὼ εἶναι οἱ φύσεις ποὺ παρέδωσαν τὴν δύναμή μας στοὺς ἐχθρούς, γκρέμισαν τὰ τείχη τῆς πατρίδας μας και σκότωσαν χίλιους πεντακόσιους πολῖτες χωρὶς δίκη.
Νὰ σχολιάσω μόνο τὴν ἔκφραση «αὗται αἱ φύσεις», πόση ἀπέχθεια κρύβει για τοὺς ὀλιγαρχικούς. Καὶ συνεχίζει, μὲ πάθος:

Ὧν εἰκὸς ὑμᾶς μεμνημένους τιμωρεῖσθαι μὴ μόνον τοὺς τότε λυμηναμένους ἀλλὰ καὶ τοὺς νῦν βουλομένους οὕτω διαθεῖναι τὴν πόλιν, καὶ τοσούτῳ μᾶλλον τοὺς ἐπιδόξους γενήσεσθαι πονηροὺς τῶν πρότερον ἡμαρτηκότων, ὅσῳ περ κρεῖττόν ἐστι τῶν μελλόντων κακῶν ἀποτροπὴν εὑρεῖν ἢ τῶν ἤδη γεγενημένων δίκην λαβεῖν.

Αὐτὰ νὰ θυμᾶστε καὶ νὰ καταδικάζετε ὄχι μόνον αὐτοὺς ποὺ τότε λυμαίνονταν, ἀλλὰ κι αὐτοὺς ποὺ σήμερα πάλι ἔτσι ἐπιθυμούν νὰ κάνουν την πόλι. Και τόσο περισσότερο (νὰ τιμωρήσετε) τοὺς ἐπίδοξους κακοὺς ἀπὸ τοὺς παλιότερα ἐγκληματήσαντες, ὅσο καλύτερο εἶναι νὰ ἀποτραποῦν τὰ μελλοντικὰ δεινά, ἀπὸ τὸ να δικαστοῦν ὅσα ἤδη ἔγιναν.

«Θυμηθείτε τὴν προδοσία!», φωνάζει· «καταδικάστε τὸ φασιστάκι σήμερα γιατὶ ἂν τὸ ἀφήσετε τῶρα, αὕριο θὰ εἶναι τύραννος!» Ἔχει κι ἄλλο, πιό ὡραῖο:

Καὶ μὴ περιμείνηθ’ ἕως ἂν ἀθροισθέντες καὶ καιρὸν λαβόντες εἰς ὅλην τὴν πόλιν ἐξαμάρτωσιν, ἀλλ’ ἐφ’ ἧς ἂν ὑμῖν προφάσεως παραδοθῶσιν, ἐπὶ ταύτης αὐτοὺς τιμωρεῖσθε, νομίζοντες εὕρημ’ ἔχειν ὅταν τινὰ λάβητ’ ἐν μικροῖς πράγμασιν ἐπιδεδειγμένον ἅπασαν τὴν αὑτοῦ πονηρίαν.

Και μή περιμένετε ἔως ὅτου νὰ γίνουν πολλοὶ καὶ να βροὺν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐγκληματήσουν ἐνάντια σ' ὅλη την πόλι, ἀλλὰ μ' ὅποια κατηγορία καὶ νὰ σᾶς παραδίνονται, μ' αὐτὴν νὰ τοὺς καταδικάζετε, θεωρῶντας ἀνακάλυψη ὅταν κἄποιος σὲ μικρὰ πράγματα ἐπιδεικνύει ὅλη του τὴν κακότητα.

«Τῶρα τόνε βρήκατε, τῶρα τσακῖστε τον! Ἐπιτέθηκε ὀλιγαρχικὸς σὲ δημοκρατικὸ πολίτη! Τί περιμένετε, νὰ γίνουν πάλι πολλοὶ καὶ να μᾶς κάτσουν καινούργια δικτατορία στὸ σβέρκο;

Ὅπου τοὺς πιάνετε, τσακῖστε τους!»

13/8/09

«Δὲν ντρέπεσαι νὰ σκέφτεσαι ἀλλιώτικα ἀπ' τοὺς ἄλλους;»

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν στιχομυθία τοῦ Β' Ἐπεισοδίου τῆς «Ἀντιγόνης» τοῦ Σοφοκλῆ.

Ἀντιγόνη ([AN]) καὶ Κρέων ([ΚΡ])
[ΑΝ] Θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ' ἑλών;

[ΚΡ] Ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ' ἔχων ἅπαντ' ἔχω.

[ΑΝ] Τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ' ἀρεσθείη ποτέ,
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ.

Καίτοι πόθεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
λέγοιτ' ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος.

Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται.

[ΚΡ] Σὺ τοῦτο μούνη τῶνδε Καδμείων ὁρᾷς.

[ΑΝ] Ὁρῶσι χοὖτοι· σοὶ δ' ὑπίλλουσι στόμα.

[ΚΡ] Σὺ δ' οὐκ ἐπαιδῇ, τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς;
Ἕνα απὸ τὰ ἀρχαιότερα, ἴσως, πολιτικὰ προβλήματα είναι ὁ συμβιβασμὸς τοῦ Δικαίου μὲ τὸν Νόμο. Σπάνια συμβιβάστηκαν. Συνήθως συγκρούονται. Σήμερα, ἐπιστρέφει αὐτὴ ἡ σύγκρουση μὲ τὴν ἀδυσώπητη ἀντιπαράθεση τοῦ διανοήματος τῆς «δημόσιας τάξης» μὲ τὴν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ φυσικοῦ Δικαίου: «κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εἶναι λαθραῖος».

Ὁ «παραβάτης», ὁ πολίτης - καθ' ὅλα νόμιμος προτύτερα - ποὺ τολμᾷ νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ φυσικὸ Δίκαιο καὶ να σταθῇ ἀλληλέγγυος στὸ θῦμα - τὸ «βδέλυγμα» τῆς Ἐξουσίας - προσωποποιεῖται στην Ἀντιγόνη. Κινεῖται ἀπὸ τὸν ἔμφυτο μέσα του Λόγο, που λέει ὅτι ὁ συνάνθρωπος εἶναι συνάνθρωπος. Γιὰ τὴν Ἀντιγόνη τοῦ ἔργου εἶναι αὐτάδελφος· μὰ μήπως ὅλοι δὲν κινούμαστε πάνω σὲ γραμμὲς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ κοινὴ καταγωγή;

Ἀρνεῖται ὁ συνειδητὸς Ἄνθρωπος νὰ δεχτῇ ἄκριτα ὅ,τι ἐπιβάλλει (μὲ «τυραννίδα») τὸ κράτος («Κρέων» = «ὁ ἔχων τὸ κράτος, τὴν ἰσχύ, τὴν ἐξουσία»). Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ ἄδικος νόμος ποὺ πετᾷ τὸν ἀδελφὸ συνάνθρωπο στὰ ἀζήτητα τῶν ἀνθρώπινων ἀποθηκῶν τῆς «τυραννίδος», ἐπιβάλλεται μὲ τὴν δύναμι τῆς καταστολῆς. Κάνει τὴν Ἐξουσία νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ἡ πρὸς παραδειγματισμὸ ἐφαρμογὴ τῆς κατασταλτικῆς διάταξης εἶναι ὁ μόνος της σκοπός. «Δὲν θέλω τίποτ' ἄλλο (ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσί σου)· τοῦτο ἔχοντας, ἔχω τὰ πάντα!», γρυλλίζει ὁ ἐξουσιαστής.

Καὶ δὲν δειλιάζει, ὁ Ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν σιωπὴ τῶν ἄλλων: «τὸ βλέπουν καὶ τοῦτοι· μὰ ἐμπρός σου κλείνουν τὸ στόμα». Ξέρει ὅτι οἱ ἄλλοι, οἱ συμπολῖτες, δύσκολα θὰ θυσιάσουν ἔστω κι ἕνα κομμάτι τους γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὸν ἄδικο νόμο. Ξέρει ὄμως ὅτι πράττει ὀρθά, δίκαια, φυσικά. Τὸ ἀντεπιχείρημα τῆς ἐξουσίας;

«Καλά, δὲν ντρέπεσαι νὰ σκέφτεσαι ἀλλιώτικα ἀπὸ τοὺς ἄλλους;»

Ἔχοντας ὁμογενοποιήσει τὴν «κοινὴ γνώμη» μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς καταστολῆς, πιστεύει ὁ ἐξουσιαστὴς ὅτι ἔχει πετύχει καὶ τὴν νομιμοποίηση τῆς ἐπιβολῆς του. Χρησιμοποιεῖ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πειθαρχία τῶν ἄλλων, τῶν «μέσων πολιτῶν», ὠς δῆθεν ἀπόλυτο μέτρο κρίσης καὶ καταδίκης τῆς ἀποκλίνουσας πολιτικῆς συμπεριφορᾶς.