Ἐδώ, τὰ ἰδικά μου, ἀλλὰ ὄχι ἰδιωτικά

6/6/11

Ὁ Εἰδεχθὴς Παραχαράκτης

[... ὁ ἐπίσκοπος...]

Ἄκουσε μιὰ μέρα τὸ ἀκόλουθο περιστατικό:

Ἕνας φουκαρᾶς, ποὺ ἀγαποῦσε τὴ γυναῖκά του καὶ τὸ παδί του, ἀναγκάστηκε νὰ φτιάξῃ, πάνω στὴν ἀπόγνωσί του - δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βγάλῃ πέρα -, κίβδηλα νομίσματα. Ἡ ποινὴ γιὰ τοὺς παραχαρᾶκτες, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἦταν θάνατος. Ἡ γυναῖκα του πιάστηκε ἀπὸ τὴν ἀστυνομία, γιατὶ τὸ πρῶτο κίβδηλο νόμισμα τοῦ συζύγου της θέλησε νὰ τὸ κυκλοφορήσῃ αὐτή. Οἱ ἀποδείξεις, ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, ἦταν μόνο ἐναντίον της. Ἀπ' αὐτὴ ἐξαρτιόταν καὶ ἡ σύλληψι τοῦ ἄντρα της. Ὄμως ἀρνήθηκε νὰ κάνῃ ἀποκαλύψεις γιὰ νὰ ἐλαφρύνῃ τὴ θέσι της. Ὁ εἰσαγγελέας, βλέποντας τὴν ἐπιμονή της, κατάφερε μὲ διάφορα τεχνάσματα νὰ τὴν πείσῃ πὼς ὁ ἄντρας της τὴν ἀπατοῦσε. Αὐτὴ τότε, πληγωμένη ἀπὸ ζήλεια, τὰ εἶπε ὅλα. Ἡ θέσι τοῦ παραχαράκτη ἦταν πολὺ κρίσιμη, γιατὶ θὰ δικαζόταν σὲ λίγο μαζὶ μὲ τὴ συνένοχό του.

Ὅλοι σχολίαζαν τὸ περιστατικό. Ὁ ἐπίσκοπος δὲν ἔλεγε τίποτα. Στὸ τέλος ῥώτησε:

- Καὶ ποῦ θὰ δικαστοῦν οἱ δυὸ αὐτοί;
- Στὸ κακουργιοδικεῖο.
- Κι ὁ εἰσαγγελέας ποῦ θὰ δικαστῇ; ῥώτησε πάλι ὁ ἐπίσκοπος.

Victor Hugo, Les misérables.