Ἐδώ, τὰ ἰδικά μου, ἀλλὰ ὄχι ἰδιωτικά

13/8/09

«Δὲν ντρέπεσαι νὰ σκέφτεσαι ἀλλιώτικα ἀπ' τοὺς ἄλλους;»

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν στιχομυθία τοῦ Β' Ἐπεισοδίου τῆς «Ἀντιγόνης» τοῦ Σοφοκλῆ.

Ἀντιγόνη ([AN]) καὶ Κρέων ([ΚΡ])
[ΑΝ] Θέλεις τι μεῖζον ἢ κατακτεῖναί μ' ἑλών;

[ΚΡ] Ἐγὼ μὲν οὐδέν· τοῦτ' ἔχων ἅπαντ' ἔχω.

[ΑΝ] Τί δῆτα μέλλεις; ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων
ἀρεστὸν οὐδέν, μηδ' ἀρεσθείη ποτέ,
οὕτω δὲ καὶ σοὶ τἄμ' ἀφανδάνοντ' ἔφυ.

Καίτοι πόθεν κλέος γ' ἂν εὐκλεέστερον
κατέσχον ἢ τὸν αὐτάδελφον ἐν τάφῳ
τιθεῖσα; τούτοις τοῦτο πᾶσιν ἁνδάνειν
λέγοιτ' ἄν, εἰ μὴ γλῶσσαν ἐγκλῄοι φόβος.

Ἀλλ' ἡ τυραννὶς πολλά τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ
κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν λέγειν θ' ἃ βούλεται.

[ΚΡ] Σὺ τοῦτο μούνη τῶνδε Καδμείων ὁρᾷς.

[ΑΝ] Ὁρῶσι χοὖτοι· σοὶ δ' ὑπίλλουσι στόμα.

[ΚΡ] Σὺ δ' οὐκ ἐπαιδῇ, τῶνδε χωρὶς εἰ φρονεῖς;
Ἕνα απὸ τὰ ἀρχαιότερα, ἴσως, πολιτικὰ προβλήματα είναι ὁ συμβιβασμὸς τοῦ Δικαίου μὲ τὸν Νόμο. Σπάνια συμβιβάστηκαν. Συνήθως συγκρούονται. Σήμερα, ἐπιστρέφει αὐτὴ ἡ σύγκρουση μὲ τὴν ἀδυσώπητη ἀντιπαράθεση τοῦ διανοήματος τῆς «δημόσιας τάξης» μὲ τὴν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ φυσικοῦ Δικαίου: «κανεὶς ἄνθρωπος δὲν εἶναι λαθραῖος».

Ὁ «παραβάτης», ὁ πολίτης - καθ' ὅλα νόμιμος προτύτερα - ποὺ τολμᾷ νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ φυσικὸ Δίκαιο καὶ να σταθῇ ἀλληλέγγυος στὸ θῦμα - τὸ «βδέλυγμα» τῆς Ἐξουσίας - προσωποποιεῖται στην Ἀντιγόνη. Κινεῖται ἀπὸ τὸν ἔμφυτο μέσα του Λόγο, που λέει ὅτι ὁ συνάνθρωπος εἶναι συνάνθρωπος. Γιὰ τὴν Ἀντιγόνη τοῦ ἔργου εἶναι αὐτάδελφος· μὰ μήπως ὅλοι δὲν κινούμαστε πάνω σὲ γραμμὲς ποὺ ξεκινοῦν ἀπὸ μιὰ κοινὴ καταγωγή;

Ἀρνεῖται ὁ συνειδητὸς Ἄνθρωπος νὰ δεχτῇ ἄκριτα ὅ,τι ἐπιβάλλει (μὲ «τυραννίδα») τὸ κράτος («Κρέων» = «ὁ ἔχων τὸ κράτος, τὴν ἰσχύ, τὴν ἐξουσία»). Ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ ἄδικος νόμος ποὺ πετᾷ τὸν ἀδελφὸ συνάνθρωπο στὰ ἀζήτητα τῶν ἀνθρώπινων ἀποθηκῶν τῆς «τυραννίδος», ἐπιβάλλεται μὲ τὴν δύναμι τῆς καταστολῆς. Κάνει τὴν Ἐξουσία νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ἡ πρὸς παραδειγματισμὸ ἐφαρμογὴ τῆς κατασταλτικῆς διάταξης εἶναι ὁ μόνος της σκοπός. «Δὲν θέλω τίποτ' ἄλλο (ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσί σου)· τοῦτο ἔχοντας, ἔχω τὰ πάντα!», γρυλλίζει ὁ ἐξουσιαστής.

Καὶ δὲν δειλιάζει, ὁ Ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν σιωπὴ τῶν ἄλλων: «τὸ βλέπουν καὶ τοῦτοι· μὰ ἐμπρός σου κλείνουν τὸ στόμα». Ξέρει ὅτι οἱ ἄλλοι, οἱ συμπολῖτες, δύσκολα θὰ θυσιάσουν ἔστω κι ἕνα κομμάτι τους γιὰ νὰ ἀνατρέψουν τὸν ἄδικο νόμο. Ξέρει ὄμως ὅτι πράττει ὀρθά, δίκαια, φυσικά. Τὸ ἀντεπιχείρημα τῆς ἐξουσίας;

«Καλά, δὲν ντρέπεσαι νὰ σκέφτεσαι ἀλλιώτικα ἀπὸ τοὺς ἄλλους;»

Ἔχοντας ὁμογενοποιήσει τὴν «κοινὴ γνώμη» μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς καταστολῆς, πιστεύει ὁ ἐξουσιαστὴς ὅτι ἔχει πετύχει καὶ τὴν νομιμοποίηση τῆς ἐπιβολῆς του. Χρησιμοποιεῖ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν πειθαρχία τῶν ἄλλων, τῶν «μέσων πολιτῶν», ὠς δῆθεν ἀπόλυτο μέτρο κρίσης καὶ καταδίκης τῆς ἀποκλίνουσας πολιτικῆς συμπεριφορᾶς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: